παιχνιδάκι

παιχνιδάκι
και παιγνιδάκι, το [παιχνίδι / παιγνίδι]
υποκορ. τού παιχνίδι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αθυρμάτιον — ἀθυρμάτιον, το (Α) [ἄθυρμα] μικρό άθυρμα, παιχνιδάκι …   Dictionary of Greek

  • ενεψίημα — ἐνεψίημα, το (Α) παιχνίδι, παιχνιδάκι, άθυρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < εν + εψιώμαι «παίζω, διασκεδάζω»] …   Dictionary of Greek

  • λιλί — το 1. (στη βρεφική γλώσσα) παιχνιδάκι 2. συν. στον πληθ. (σκωπτικά) τα λιλιά α) τα χρήματα β) τα παράσημα 3. παροιμ. «έχεις λιλιά, έχεις λαλιά» όποιος έχει χρήματα έχει και ευφράδεια. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τής παιδικής γλώσσας, που ανάγεται σε… …   Dictionary of Greek

  • παιγνιδάκι — το βλ. παιχνιδάκι …   Dictionary of Greek

  • κατατσακίζω — κατατσάκισα, κατατσακίστηκα, κατατσακισμένος 1. τσακίζω σε πολλά μικρά τεμάχια: Το κατατσάκισε το παιχνιδάκι του. 2. καταβασανίζω: Μας κατατσάκισαν στις ασκήσεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χαλώ — και χαλάω και χαλνώ και χαλνάω χάλασα, χαλάστηκα, χαλασμένος 1. προξενώ ζημιά, καταστρέφω: Το χάλασες το παιχνιδάκι του παιδιού. 2. ματαιώνω, κάνω χαλάστρα: Τους τα χάλασε τα σχέδια η αστυνομία. 3. κατεδαφίζω: Θα το χαλάσωτο παλιό σπίτι για να… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”